ηγησίπολις

ηγησίπολις
ἡγησίπολις, -όλιδος, ὁ (Α)
ηγεμόνας, διοικητής πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήγησις (< ηγούμαι) + πόλις (πρβλ. ορθό-πολις, πρωτό-πολις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἡγησίπολις — leader of the state fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγησιπόλει — ἡγησίπολις leader of the state fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἡγησιπόλεϊ , ἡγησίπολις leader of the state fem dat sg (epic) ἡγησίπολις leader of the state fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγησιπόλιος — ἡγησίπολις leader of the state fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγησίπολιν — ἡγησίπολις leader of the state fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”